σμηνουργός

σμηνουργός
ὁ, Α
μελισσουργός, μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμηνουργοί — σμηνουργός bee master masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • σμηνουργία — η, ΝΑ [σμηνουργός] νεοελλ. πολλαπλασιασμός τών αποικιών τών μελισσών με τη μετανάστευση τμήματος τού πληθυσμού μιας κυψέλης και τη δημιουργία νέας αρχ. μελισσουργία, μελισσοκομία …   Dictionary of Greek

  • σμηνουργώ — έω, Α [σμηνουργός] 1. είμαι μελισσοκόμος 2. μέσ. σμηνουργοῡμαι, έομαι (για τις μέλισσες) σχηματίζω σμήνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”